βυζαντινολόγος

βυζαντινολόγος
και βυζαντιολόγος, ο, η
επιστήμονας ειδικός στην ιστορία, την τέχνη και τη φιλολογία του Βυζαντίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βυζαντινός + -λόγος < λέγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βυζαντινολόγος — ο, η ο επιστήμονας που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη της ιστορίας και του πολιτισμού του Βυζαντίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σιδερίδης, Ξενοφών — Βυζαντινολόγος (Χρυσούπολη Βοσπόρου 1851 Κωνσταντινούπολη 1921). Καταγόταν από την Ήπειρο και από νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με το εμπόριο και συγκέντρωσε μεγάλη περιουσία. Παράλληλα επιδόθηκε στη μελέτη της αρχαίας και μεσαιωνικής ελληνικής και… …   Dictionary of Greek

  • Βασίλιεφ, Αλεξάντρ — (Alexandr Vasiliev, Πετρούπολη 1867 – Ουάσινγκτον 1953). Ρώσος βυζαντινολόγος. Σπούδασε και στη συνέχεια δίδαξε στο πανεπιστήμιο της γενέτειράς του. Αργότερα δίδαξε στο πανεπιστήμιο του Ντορπάτ. Το 1919 έγινε μέλος της Ακαδημίας του Λένινγκραντ.… …   Dictionary of Greek

  • Γκρεγκουάρ, Ανρί — (Henri Gregoire, Λιέγη 1881 – Βρυξέλλες 1964).Βέλγος βυζαντινολόγος. Μετά τις σπουδές του στα πανεπιστήμια της Λιέγης, του Μονάχου, του Βερολίνου και της Σορβόνης, κοντά σε επιφανείς ελληνιστές (Κρουμπάχερ, Βιλαμόβιτς, Ψυχάρης), ταξίδεψε ως μέλος …   Dictionary of Greek

  • Κουκουλές, Φαίδων — (Ερμούπολη Σύρου 1881 – Αθήνα 1956). Βυζαντινολόγος, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Μετά τις φιλολογικές του σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ειδικεύτηκε στη γλωσσολογία και στη βυζαντινολογία στη Γερμανία (1907 11). Διετέλεσε καθηγητής… …   Dictionary of Greek

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… …   Dictionary of Greek

  • βυζαντινολογία — και βυζαντιολογία, η 1. η επιστήμη που εξετάζει την ιστορία, τη φιλολογία, την τέχνη και τη ζωή των Βυζαντινών 2. φλύαρη και άσκοπη συζήτηση, βυζαντινισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βυζαντινολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • Αδαμαντίου, Αδαμάντιος — (1875 – 1937). Βυζαντινολόγος, καθηγητής της ιστορίας της βυζαντινής τέχνης στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η καταγωγή του ήταν από τη Μεσσηνία. Τo 1900 παρακολούθησε ως κρατικός υπότροφος μαθήματα βυζαντινών σπουδών στο Παρίσι. Το …   Dictionary of Greek

  • Αντωνιάδου, Σοφία — (Πειραιάς 1895 – 1972). Φιλόλογος, βυζαντινολόγος και ιστορικός. Σπούδασε και ειδικεύτηκε σε φιλολογικά θέματα στο πανεπιστήμιο του Παρισιού. Υπήρξε διαδοχικά καθηγήτρια της έδρας πρωτοχριστιανικής, μεσαιωνικής και ελληνικής γλώσσας και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”